ορνίθειος

ορνίθειος
ος и εία, ον куриный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορνίθειος" в других словарях:

  • ὀρνίθειος — of masc nom sg ὀρνίθειος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνίθειος — α, ο (Α ὀρνίθειος, εία, ον, θηλ. και ος) [όρνις, ιθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια το κρέας πτηνού …   Dictionary of Greek

  • ὀρνίθειον — ὀρνίθειος of masc acc sg ὀρνίθειος of neut nom/voc/acc sg ὀρνίθειος of masc/fem acc sg ὀρνίθειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθείων — ὀρνίθειος of fem gen pl ὀρνίθειος of masc/neut gen pl ὀρνίθειος of masc/fem/neut gen pl ὀρνιθεῖον of neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθείοις — ὀρνίθειος of masc/neut dat pl ὀρνίθειος of masc/fem/neut dat pl ὀρνιθεῖον of neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθείοισι — ὀρνίθειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀρνίθειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀρνιθεῖον of neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθείου — ὀρνίθειος of masc/neut gen sg ὀρνίθειος of masc/fem/neut gen sg ὀρνιθεῖον of neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθείῳ — ὀρνίθειος of masc/neut dat sg ὀρνίθειος of masc/fem/neut dat sg ὀρνιθεῖον of neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνίθεια — ὀρνίθειος of neut nom/voc/acc pl ὀρνίθειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνίθειοι — ὀρνίθειος of masc nom/voc pl ὀρνίθειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθεία — ὀρνιθείᾱ , ὀρνίθειος of fem nom/voc/acc dual ὀρνιθείᾱ , ὀρνίθειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀρνιθείᾱ , ὀρνιθεία observation of the flight fem nom/voc/acc dual ὀρνιθείᾱ , ὀρνιθεία observation of the flight fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»